φίτσος

φίτσος
ο, Ν
μικρός πάσσαλος ή πέτρα, που χρησιμεύει ως σημάδι σε διάφορα παιχνίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γαλλ. fiche «μικρός πάσσαλος, μικρή σφήνα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τόκας — και τόκλας, ο, Ν στρογγυλή πέτρα που χρησιμοποιείται ως στόχος στο παιχνίδι αμάδες, αλλ. μπουλούκος, πλούκος, μπίτσος, μούτσος ή φίτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccare «πιάνω, αγγίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”